- αἰκίζεται
- αἰκίζομαιmaltreatpres ind mp 3rd sgαἰκίζωmaltreatpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνδετος — ον, Α [συνδέω] 1. συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.) 2. ο ενιαίος 3. ο συμπεπλεγμένος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον ο δεσμός 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα τα σύνθετα πράγματα … Dictionary of Greek